φαλαγγιον

φαλαγγιον
    φαλάγγιον
    φᾰλάγγιον
    τό [demin. к φάλαγξ См. φαλαγξ]
    1) ядовитый паук (фаланга или тарантул) Xen., Plat., Arst.
    2) паутина Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φαλαγγιον" в других словарях:

  • φαλάγγιον — venomous spider neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίοις — φαλάγγιον venomous spider neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίου — φαλάγγιον venomous spider neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίων — φαλάγγιον venomous spider neut gen pl φαλαγγιάω to be venomous imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φαλαγγιάω to be venomous imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαγγίῳ — φαλάγγιον venomous spider neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλάγγια — φαλάγγιον venomous spider neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Solifugae — Temporal range: Late Carboniferous–Recent …   Wikipedia

  • falangio — ► sustantivo masculino 1 ZOOLOGÍA Opilión, arácnido. 2 BOTÁNICA Planta liliácea perenne, de flores blancas y hojas dispuestas en roseta basal. (Anthericum ramosum.) * * * falangio (del lat. «phalangĭum») 1 m. *Segador (arácnido). 2 (Anthericum… …   Enciclopedia Universal

  • σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • φαλάγγιο — το / φαλάγγιον, ΝΜΑ, και φαλάγγι και σφαλάγγι Ν, και φαλαγγεῑον Α 1. είδος αράχνης, η ρωγαλίδα 2. ναυτ. καθεμιά από τις στρογγυλές δοκούς, πάνω στην οποία μετακινείται ένα βάρος καθώς αυτές κυλίονται, και ιδίως εκείνες που χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • φαλαγγιόδηκτος — ον, ΜΑ αυτός που τόν έχει δαγκώσει φαλάγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάγγιον «είδος αράχνης + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. σκορπιό δηκτος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»